Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τανυτό — το, Ν [τανύω] σφίξιμο τής κοιλιάς κατά την αποπάτηση … Dictionary of Greek
τανυτό — το σύσφιξη της κοιλιάς κατά την αποπάτηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)